- αηδόνι
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου.
* * *το, η [(AM ἀηδών, -όνος, ηΜ και αρσενικό ἀηδών, ο)]1. το γνωστό ωδικό πτηνόνεοελλ.1. (για πρόσωπα) καλλίφωνος, εύγλωττος, γλαφυρός2. ποικιλία αμπέλου3. λίμα (στη γλώσσα τών λωποδυτών)4. παιχνίδι σε ανοιχτό χώρο που συνοδεύεται από το τραγούδι «τ’ αηδόνι, τ’ αηδόνι, τ’ αηδόνι το παγώνι»5. φρ. «μού κόστισε ο κούκος αηδόνι», πλήρωσα περισσότερο από όσο άξιζε, τό ακριβοπλήρωσααρχ.1. στόμιο πνευστού μουσικού οργάνου, όπως τού αυλού κ.ά.2. ο ίδιος ο αυλός3. στον πληθ. αἱ ἀηδόνεςα) τραγούδια, ποιήματαβ) μουσικοί ήχοι, μελωδίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με την ΙΕ ρίζα *awed- «μιλώ», τής οποίας αποτελεί εκτεταμένη βαθμίδα: αFηδ(-ών). Στην ίδια ρίζα ανάγονται τα ἀυδ-ὴ «φωνή» (μηδενισμένη βαθμίδα ρ.), αFείδ-ω / ᾄδω (αόρ. β΄ *αFει-δον), < *α-Fε-Fδ-ον), ἀFοιδός, ὕδω / ὑδέω «τραγουδώ» κ.ά. Σύμφωνα με την ετυμολογία αυτή, το ἀηδ-ὼν διαφέρει από τα χελι-δών, τενθρ-ηδών κ.ά., που σχηματίζονται από επίθημα -(η)δών. Ο τ. ἀηδόνι < ἀηδό-νιον.ΠΑΡ. αρχ. ἀηδονιδεύς, ἀηδόνιος, ἀηδονίςνεοελλ.αηδόνα, αηδονάκι, αηδονάτος, αηδονήσιος.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αηδονολαλιά, αηδονόλαλος, αηδονολαλώ, αηδονόστομος, αηδονοφωλιά, αηδονόφωνος].
Dictionary of Greek. 2013.